- ψυχοθεραπευτής
- οο γιατρός που θεραπεύει με την ψυχοθεραπεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχοθεραπευτής — ο, θηλ. ψυχοθεραπεύτρια, Ν ιατρ. γιατρός ειδικευμένος στην ψυχοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + θεραπευτής: Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Καιροί] … Dictionary of Greek
ψυχοθεραπευτικός — ή, ό, Ν [ψυχοθεραπευτής] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοθεραπεία («ψυχοθεραπευτική μέθοδος») … Dictionary of Greek